ολμοβόλο(ν)

ολμοβόλο(ν)
το , όλμος ο миномёт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ολμοβόλο(ν)" в других словарях:

  • ολμοβόλο — το είδος πυροβόλου μεγάλης καμπύλης τροχιάς, που εκτοξεύει όλμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλμος + βόλο (< βάλλω), πρβλ. οβιδο βόλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • λομπάρδα — και λουμπάρδα, ἡ (Μ) 1. ολμοβόλο όπλο, κανόνι 2. κανονιοβολισμός, κανονιά 3. φρ. «δίνω λουμπάρδες» κανονιοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. lombarda] …   Dictionary of Greek

  • οβίδα — η στρ. το βλήμα πυροβόλου ή όλμου το οποίο έχει κύλινδρο κωνικό σχήμα, περιέχει γόμωση από εκρηκτικές όλες και εκρήγνυται στο έδαφος ή στον αέρα σε ρυθμιζόμενο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. obus (< γερμ. Haubitze «ολμοβόλο») + κατάλ. ίδα. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • όλμος — ο πυροβόλο όπλο με κοντό σωλήνα και μεγάλη διάμετρο, αλλ. ολμοβόλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»